Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπονητί — without fatigue indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόνητος — ἀπόνητος, ον (Α) 1. ο δίχως κόπο και μόχθο 2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει 3. επίρρ. απονητί ακοπίαστα … Dictionary of Greek